- ἱρήν
- ἱερόςfilled withfem acc sg (epic ionic)ἱρόςfilled withfem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιρήν — ἰρήν, ένος, ὁ (Α) βλ. είρην … Dictionary of Greek
ἰρήν — εἴρην Lacedaemonian youth who had completed his twentieth year masc nom/voc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱρήν — Ἱρή fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἴρην — Ἴρη fem acc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
είρην — εἴρην και ἰρήν (ἰρένος), ο (Α) Σπαρτιάτης που είχε συμπληρώσει το εικοστό έτος τής ηλικίας του και είχε την επίβλεψη τών νεωτέρων … Dictionary of Greek
τριτίρενες — οἱ, Α οι (ε)ἴρενες τού τρίτου έτους, εκείνοι που είχαν θητεία τριών ετών στις τάξεις τών νέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρίτος + εἰρήν / ἰρήν, ενος «νεαρός Σπαρτιάτης»] … Dictionary of Greek